Ο λύκος της Ρώμης by El Sombrero.gr
Για αρκετό κόσμο, το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο αυτό που λαμβάνει χώρα μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που συναρπάζουν και ενδιαφέρουν. Κάποιοι έχουν κόλλημα με τα γήπεδα και τις ιστορίες τους. Για άλλους, οι φανέλες είναι ένα από τα αγαπημένα τους χόμπι. Είτε συλλέκτες, είτε όχι, ασχολούνται με τα χρώματα, τα σχέδια και κάθε σεζόν βλέπουν τι αλλάζει. Με κάτι τέτοιο θα ασχοληθεί και αυτό το κείμενο και την ιστορία πίσω από μία από τις ομορφότερες, σημαντικότερες και πιο επιδραστικές φανέλες στην Ιταλία.
Τη δεκαετία του 1970, η Ρόμα προσπαθούσε να ορθοποδήσει στον ποδοσφαιρικό χάρτη της Ιταλίας. Εκτός από μία 3η θέση, τις υπόλοιπες χρονιές τερμάτιζε από 6η μέχρι και 11η, μακριά από τις επιτυχίες. Κάπως έτσι, το 1978, ο πρόεδρός της Γκαετάνο Αντσαλόνε πήρε την απόφαση να αλλάξει πρόσωπο στην ομάδα, να την εκσυγχρονίσει. Ο Αντσαλόνε ήταν εργολάβος και δημοτικός σύμβουλος με τους Χριστιανοδημοκράτες στη Ρώμη και είχε αποκτήσει τη Ρόμα το 1971. Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να κλείσει την απόσταση από τις ομάδες από το Τορίνο και το Μιλάνο, αλλά και τη Λάτσιο να κατακτά ένα πρωτάθλημα, ήξερε ότι έπρεπε να αλλάξει αρκετά πράγματα. Πράγματα που δεν θα είχαν άμεσα αποτελέσματα, που δεν θα έφερναν την αποθέωση από τον κόσμο, όπως για παράδειγμα μια μεταγραφή… αεροδρομίου, αλλά πράγματα που θα έθεταν τις βάσεις για ένα καλύτερο μέλλον.
Ο Αντσαλόνε έφτιαξε το προπονητικό κέντρο του συλλόγου στην Τριγκόρια, κάτι πολύ σημαντικό για έναν σύλλογο και δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των εγκαταστάσεων προέρχεται από τη δική του περίοδο. Επίσης, έδωσε μεγάλη προσοχή στην αναδιοργάνωση των Ακαδημιών του συλλόγου, καταλαβαίνοντας ότι όταν μια ομάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί μεταγραφικά, μπορεί να φτιάξει η ίδια τους παίκτες της. Και τέλος, το 1978 έκανε ακόμα ένα βήμα, βασισμένο στα πρότυπα της Αμερικής. Αναζητώντας απεγνωσμένα κάποια έσοδα για τον σύλλογο, έφτιαξε για πρώτη φορά στα ιταλικά χρονικά ένα εμπορικό τμήμα. Η Ρόμα ξεκίνησε να πουλάει φανέλες της και αξεσουάρ, άρχισε να αυξάνει τα έσοδά της μέσω τρόπων που δεν ήταν συνηθισμένοι εκείνη την εποχή.
Η ιταλική λίγκα επέτρεψε στις ομάδες να βάζουν πάνω στις φανέλες το σήμα της κατασκευάστριας εταιρείας (λίγο αργότερα θα είχαμε και τους πρώτους σπόνσορες) και το Ρόμα-Γιουβέντους του Δεκεμβρίου του 1978 θα ήταν ιστορικό. Το Ολίμπικο υποδέχτηκε τις δυο ομάδες. Στην μία υπήρχε πάνω το P σε σχήμα ψαριού της εταιρείας Pouchain και στην άλλη το γνωστό έμβλημα της Robe di Kappa. Ο Μαουρίτσιο Πουσέν ήταν ένας άνθρωπος που έβαλε κι αυτός το λιθαράκι του σε μια επανάσταση στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Όπως λέει το βιογραφικό του στην επίσημη σελίδα της εταιρείας, ο Μαουρίτσιο ήταν ένας επιχειρηματίας που δεν έμενε στάσιμος. Είχε ασχοληθεί με τα έπιπλα και με τα έργα τέχνης μέχρι τότε και εντυπωσιάστηκε από ένα ταξίδι του στις ΗΠΑ, όταν και είδε τη μεγάλη αγορά γύρω από το μπέιζμπολ, αλλά και γενικά τον αμερικάνικο αθλητισμό, με τον κόσμο να φορά ρούχα της ομάδας. Έφτιαξε τη δική του βιομηχανία παραγωγής ρούχων συμφώνησε με τον Αντσαλόνε, αναλαμβάνοντας το εμπορικό κομμάτι της Ρόμα. Φανέλες, καπέλα, μπρελόκ, οτιδήποτε με το όνομα της ομάδας μπορούσε να φέρει έσοδα κατασκευαζόταν. Κάπως έτσι, η Ρόμα έγινε πρωτοπόρος στην Ιταλία.
Το Ρόμα-Γιουβέντους στις 17 Δεκεμβρίου του 1978 έληξε με 1-0 χάρη σε ένα γκολ του ιστορικού ντι Μπαρτολομέι, μια μεγάλη επιτυχία για την ομάδα που έκανε τραγική σεζόν, αλλάζοντας προπονητές και έχοντας ακόμη και λαϊκά δικαστήρια μετά από μια ήττα σε ντέρμπι με τη Λάτσιο. Τα πλάνα της ιταλικής Αθλητικής Κυριακής για τη 12η αγωνιστική της σεζόν 1978-79 στέκονται στο νέο λουκ των ομάδων. Για Ιταλία μιλάμε, το στιλ έχει τη δική του θέση. Ήδη όμως η Ρόμα, από το καλοκαίρι είχε κάνει τα βήματά της και δεν ήταν απλά ένας σπόνσορας σε μια φανέλα. Γιατί καλή η ιδέα να πουλήσεις κάτι, αλλά πρέπει να έχει και έναν χαρακτήρα. Κι η Ρόμα βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο για να δώσει το κάτι παραπάνω. Ο Πιέρο Γκρατόν για χρόνια ήταν ένας ταλαντούχος σχεδιαστής στην ιταλική τηλεόραση RAI και είχε εξαιρετικό όνομα, καθώς, μεταξύ άλλων, είχε δημιουργήσει αρκετές σειρές κινουμένων σχεδίων. Κάποιοι τον έλεγαν “ο Ντίσνεϊ της Ιταλίας”. Παρότι Μιλανέζος ο ίδιος, βρέθηκε στη Ρώμη για σπουδές και έμεινε εκεί δουλεύοντας στην τηλεόραση της χώρας. Ήδη, από τη σεζόν 1974-75 είχε επαφές με τη Ρόμα και εκείνη τη χρονιά σχεδίασε τα εισιτήρια διαρκείας του συλλόγου, κάτι πρωτόγνωρο για τα ποδοσφαιρικά δεδομένα και τις απλές τυπικές κάρτες που υπήρχαν μέχρι τότε και όπως είπε ο Γκρατόν έμοιαζαν με εισιτήρια του τραμ.
Με τον Γκρατόν να σχεδιάζει πλέον όλα τα εμπορικά αντικείμενα της ομάδας, ήταν λογικό ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν και το σημαντικότερο. Ο πρόεδρος του ανέθεσε να φτιάξει το νέο έμβλημα της A.S. Roma, μια που το σήμα της λύκαινας τότε ήταν “ιδιοκτησία” της πόλης της Ρώμης και δεν μπορούσε να γίνει εμπορική εκμετάλλευση. Ο Γκρατόν παρουσίασε κάτι που θα συνόδευε για τις επόμενες δεκαετίες τη Ρόμα, το περίφημο “λουπέτο”, τον λύκο που έγινε το σύμβολο της μισής Ρώμης (στο περίπου, μην μαλώνετε). Ο Γκρατόν εξήγησε ότι ο “λύκος” ήταν ο γιος της λύκαινας της Ρώμης που συνοδεύει τον μύθο της ίδρυσής της. “Έτσι γεννήθηκα, είμαι ο γιος της λύκαινας και σας λέω από την καρδιά μου ότι δεν ήρθα να αποκρύψω την κληρονομιά τής μητέρας μας. Είμαι απλά πιο νέος, δώστε μου χρόνο και θα κερδίσω την αγάπη σας“, είπε ο Γκρατόν μέσω του λύκου. Βλέπετε τότε, οι αλλαγές είχαν τεράστια σημασία και οι αντιδράσεις του κόσμου μετρούσαν. Αρκετά χρόνια αργότερα, ακούμε οικτρές δικαιολογίες για κάθε αλλαγή σε χρώματα και εμβλήματα συλλόγων. Για να γίνει βέβαια η αλλαγή, η Ρόμα χρειάστηκε το ταλέντο του νεαρού τότε Λουτσιάνο Μότζι που ταξίδεψε μέχρι το Μιλάνο για να πείσει την Adidas να διακόψει το συμβόλαιο που είχε μέχρι τότε με τη Ρόμα. Μη φαντάζεστε βέβαια σημερινά δεδομένα, συμφωνίες εκατομμυρίων και τέτοια. Οι εταιρείες απλώς έδιναν τις φανέλες, που συχνά ήταν χαμηλής ποιότητας.